- αλκή
- η (Α ἀλκή)η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμηνεοελλ.ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγοςαρχ.1. η δύναμη γενικά (π. χ. «κύματος ἀλκή»)2. δύναμη για απόκρουση κινδύνου, προφύλαξη, υπεράσπιση3. βοήθεια, επικουρία4. συμπλοκή, μάχη5. στον πληθ. αἱ ἁλκαίανδραγαθήματα, κατορθώματα6. φρ. «ἀλκὴν ποιοῡμαι», προσφέρω βοήθεια«τρέπομαι εἰς (ή πρὸς) ἀλκήν», αντιστέκομαι, είμαι έτοιμος να υπερασπίσω τον εαυτό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί*. Βλ. και ἄλαλκε.ΠΑΡ. ἄλκιμος αρχ. ἀλκαῖος, ἀλκήεις.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλκίβιος, ἀλκίφρων, ἀναλκής, ἄναλκις, ἑτεραλκής, παναλκήςκύρια ονόματα Ἀλκιβιάδης, Ἀλκιμέδων, Ἀλκιμένης, Ἀλκίνοος].
Dictionary of Greek. 2013.